πεζοπορικός

πεζοπορικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεζοπορία ή στον πεζοπόρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεζοπορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζοπόρο ή στην πεζοπορία. επίρρ... πεζοπορικώς με τα πόδια, πεζή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζοπόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Ἐφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • Pezoporikos Larnaca — Infobox Football club clubname = Pezoporikos Πεζοπορικός fullname = Πεζοπορικός Όμιλος Λάρνακας Pezoporikos Omilos Larnacas nickname = shortname = POL (ΠΟΛ) founded = 1927 dissolved = 1994 ground = Neo GSZ Stadium capacity = chairman = mgrtitle …   Wikipedia

  • Пезопорикос — Пезопорикос …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”